About: Song of Armouris     Goto   Sponge   NotDistinct   Permalink

An Entity of Type : yago:WikicatEpicPoemsInGreek, within Data Space : dbpedia.demo.openlinksw.com associated with source document(s)
QRcode icon
http://dbpedia.demo.openlinksw.com/describe/?url=http%3A%2F%2Fdbpedia.org%2Fresource%2FSong_of_Armouris&invfp=IFP_OFF&sas=SAME_AS_OFF

The Song of Armouris or Armoures (Greek: Ἄσμα τοῦ Ἀρμούρη) is a heroic Byzantine ballad, and probably one of the oldest surviving acritic songs, dating from the 11th century. Its plot is based on the Byzantine-Arab conflict (7th–12th centuries) and describes in political verse the efforts of a young Byzantine akrite warrior to rescue his father from captivity.

AttributesValues
rdf:type
rdfs:label
  • Cançó d'Armuris (ca)
  • Άσμα του Αρμούρη (el)
  • Canción de Armuris (es)
  • Lagu Armouris (in)
  • Canção de Armuris (pt)
  • Song of Armouris (en)
rdfs:comment
  • La cançó d'Armuris és una obra de la literatura romana d'Orient escrita al segle xi que constitueix un dels primers exemples de les anomenades , un tipus d'èpica medieval que canta les gestes dels herois romans d'Orient en la seva resistència contra els àrabs. El cicle presenta paral·lelismes amb altres èpics com la matèria de França però amb particularitats pròpies de la regió, com la presència de presoners com a desencadenant central de moltes accions. (ca)
  • Lagu Armouris atau Armoures (bahasa Yunani: Ἄσμα τοῦ Ἀρμούρη) adalah sebuah ballad Bizantium heroik, dan mungkin salah satu tertua yang masih ada, bermula dari abad ke-11. Plotnya berdasarkan pada (abad ke 7-12) dan dideskripsikan dalam tentang upaya prajurit Bizantium muda untuk menyelamatkan ayahnya dari penangkapan. (in)
  • The Song of Armouris or Armoures (Greek: Ἄσμα τοῦ Ἀρμούρη) is a heroic Byzantine ballad, and probably one of the oldest surviving acritic songs, dating from the 11th century. Its plot is based on the Byzantine-Arab conflict (7th–12th centuries) and describes in political verse the efforts of a young Byzantine akrite warrior to rescue his father from captivity. (en)
  • A Canção de Armuris ou Armures (em grego: Ἄσμα τοῦ Ἀρμούρη) é uma heroica bizantina, e possivelmente um dos mais antigos cantos acríticos sobreviventes, datado do século XI. Seu enredo está baseado no conflito bizantino árabe (século VII-XII) e descreve em versos políticos os esforços de um jovem guerreiro ácrita bizantino para resgatar seu pai do cativeiro. (pt)
  • Το Άσμα του Αρμούρη (Ἄσμα τοῦ Ἀρμούρη) υπήρξε δημοτικό τραγούδι των βυζαντινών χρόνων και από τα παλαιότερα σωζόμενα έργα της ακριτικής ποίησης. Η σύνθεσή του πιθανότατα έγινε κατά τον 11ο αιώνα, ενώ η πλοκή αναφέρεται στους αγώνες του Βυζαντίου εναντίον των Αράβων (7ος-12ος αιώνας) και περιγράφει σε ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο τις περιπέτειες ενός νεαρού ακρίτα πολεμιστή να διασώσει τον πατέρα του από την αιχμαλωσία. Ως προς το περιεχόμενο παρουσιάζει όλα τα γνωρίσματα της ηρωικής μεσαιωνικής ποίησης, που είναι η σύνδεση με τα ιστορικά γεγονότα και πρόσωπα, η μυθοπλασία παράλληλα με τη ζωηρή αίσθηση της πραγματικότητας και η λογοτυπική έκφραση. (el)
  • Canción de Armuris es un poema corto de la literatura épica bizantina de cerca del siglo IX, de autor desconocido. Fue escrito en una época de entusiasmo y optimismo para los habitantes de los confines orientales del Imperio Bizantino, como revela el primer verso: "Hoy otro es el cielo, hoy otro es el día"​ Argumento (es)
dcterms:subject
Wikipage page ID
Wikipage revision ID
Link from a Wikipage to another Wikipage
Link from a Wikipage to an external page
sameAs
dbp:wikiPageUsesTemplate
has abstract
  • La cançó d'Armuris és una obra de la literatura romana d'Orient escrita al segle xi que constitueix un dels primers exemples de les anomenades , un tipus d'èpica medieval que canta les gestes dels herois romans d'Orient en la seva resistència contra els àrabs. El cicle presenta paral·lelismes amb altres èpics com la matèria de França però amb particularitats pròpies de la regió, com la presència de presoners com a desencadenant central de moltes accions. (ca)
  • Το Άσμα του Αρμούρη (Ἄσμα τοῦ Ἀρμούρη) υπήρξε δημοτικό τραγούδι των βυζαντινών χρόνων και από τα παλαιότερα σωζόμενα έργα της ακριτικής ποίησης. Η σύνθεσή του πιθανότατα έγινε κατά τον 11ο αιώνα, ενώ η πλοκή αναφέρεται στους αγώνες του Βυζαντίου εναντίον των Αράβων (7ος-12ος αιώνας) και περιγράφει σε ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο τις περιπέτειες ενός νεαρού ακρίτα πολεμιστή να διασώσει τον πατέρα του από την αιχμαλωσία. Ως προς το περιεχόμενο παρουσιάζει όλα τα γνωρίσματα της ηρωικής μεσαιωνικής ποίησης, που είναι η σύνδεση με τα ιστορικά γεγονότα και πρόσωπα, η μυθοπλασία παράλληλα με τη ζωηρή αίσθηση της πραγματικότητας και η λογοτυπική έκφραση. Σήμερον ἄλλος οὐρανός, σήμερον ἄλλη ἡμέρα, σήμερον τὰ ἀρχοντόπουλα θέλουν καβαλλικεύσει· μόνον τοῦ κὺρ Ἀρμούρη ὁ υἱὸς οὐδὲν καβαλλικεύει. Καὶ τότε πάλε τὸ παιδὶν εἰς τὴν μάνναν του ὑπαγαίνει: «Μάννα, νὰ πιχαρῇς τ᾿ ἀδέλφια μου, νὰ ἰδῇς καὶ τὸν πατέρα μου, μάννα, ἂς καββαλικεύσω». Καὶ τότε πάλιν ἡ μάννα τοῦ Ἀρμούρην συντυχαίνει: «Ἐσὺ μικρὸς καὶ ἀνέλικον, καβάλλα δὲν σὲ πρέπει. Ἀμμὴ ἂν θέλῃς, υἱὲ καλέ, διὰ νὰ καβαλλικεύσῃς, ἀπάνω κρέμεται τὸ κοντάριν τοῦ πατρός σου, τὸ ἅρπαξεν ὁ κύρης σου ἐκ τὴν Βαβυλωνίαν, ἀπάνω κάτω ὁλόχρυσον διὰ λίθου μαργαριτάρι· καὶ ἂν τὸ λυγίσῃς μιὰν φοράν, καὶ ἂν τὸ λυγίσῃς δύο, καὶ ἂν τὸ λυγίσῃς τρεῖς φορές, τότε νὰ καβαλλικεύσῃς». Καὶ τότε πάλε τὸ παιδίν, τὸ μικρὸν Ἀρμουροπούλιν, κλαίοντας ἀνεβαίνει τὴν σκάλαν, γελῶντας κατεβαίνει. Προτοῦ τὸ πιάσῃ ἐπιάνετον, προτοῦ τὸ σείσῃ ἐσειέτον, εἰς τὸν βραχίονα του τό ῾δεσεν, ἐσείστη, ἐλυγίστη. Καὶ τότε πάλιν τὸ παιδὶν εἰς τὴν μάνναν του ὑπαγαίνει. «Θέλεις, θέλεις, μάννα μου, ὀμπρός σου νὰ τὸ τσακίσω;» Καὶ τότε πάλιν ἡ μάννα του τοὺς ἄρχοντας ἐλάλει: «Ἄμετε, ἰδέτε, οἱ ἄρχοντες, καὶ στρώσετε τὸν μαῦρον· στρώσετε, χαλινώσετε, τὸν μαῦρον τοῦ πατρός του, ὁποὺ ἔχει χρόνους δώδεκα, σιμὰ εἰς νερὸν οὐδὲν ἐπῆε, ὁποὺ ἔχει χρόνους δώδεκα, οὐδὲν καβαλλικεύθη, καὶ τρώγει τὸ καρφοπέταλον, στέκει παλουκουμένον». Ἐδιέβησαν οἱ ἄρχοντες καὶ στρώνουν του τὸν μαῦρον, ἔδωκεν εἰς τοὺς βραχίονες του καὶ εὑρέθη καβαλλάρης. Ὥστε νὰ εἰπῇ «ἔχετε ὑγείαν», ἐδιέβη τριάντα μίλια, ὥστε νὰ τὸν ἐπιλογηθοῦν, ἐδιέβη ἑξῆντα πέντε. Ἐκεῖ ἐδιὲ καὶ ἀνεβοκατέβαινε ἀντίπερα τὸν Ἀφράτην, ἀνέβη καὶ ἐκατέβη τον, καὶ πόρον οὐδὲν εὑρίσκει. Σαρακηνὸς ἐστέκετον, στέκει, ἀναγελᾷ τον: «Σαρακηνοὶ ἔχουσιν φαρία, ὁποὺ διώχνουν τοὺς ἀέρες, τὴν φάσαν καὶ τὴν πέρδικα ἀπὸ πτεροῦ τὴν παίρνουν, καὶ τὸν λαγὸν εἰς τὸν ἀνήφορον ἀπὸ δρομοῦ τὸν σώνουν, κρατοῦν καὶ κολακεύουν τα καὶ ἐλεύθερα τὰ ἀφίνουν, καὶ πάλε δὲ ὅταν τοὺς φανῇ, τρέχουσιν, πιάνουσίν τα, καὶ τὸν Ἀφράτην ποταμὸν οὐκ ἠμποροῦν περᾶσαι, καὶ ἐσὺ μὲ τὸ παρίππιν σου θέλεις νὰ τὸν περάσῃς;» Τὸ νὰ τ᾿ ἀκούσῃ ὁ νεώτερος πολλὴν μανίαν ἐπῆρεν· πτερνιστηρέαν τὸν μαῦρον του, διὰ νὰ περάσῃ πέρα. Ἦταν ὁ Ἀφράτης δυνατός, ἦτον καὶ βουρκωμένος, εἶχεν καὶ κύματα βαθέα, ἦτον καὶ ἀποχυμένος, πτερνιστηρέαν τὸν μαῦρον του κρούει τον καὶ ὑπάγει, στριγγιὰν φωνὴν ἀνέσυρεν, ὅσην καὶ ἂν ἐδυνέτον: «Εὐχαριστῶ σε, Θεὲ καλέ, καὶ μυριοευχαριστῶ σε, ἐσὺ μὲ ἐδῶκες τὴν ἀνδρείαν καὶ μὲ τὴν παίρνεις τώρα». Τοῦ ἦλθε φωνὴ ἀγγελικὴ ἐξ οὐρανοῦ ἀπάνω: «Καὶ μπῆξε τὸ κοντάρι σου εἰς τὴν φοινικέαν τὴν ρίζαν, καὶ μπῆξε καὶ τὰ ροῦχα σου ὀμπρὸς εἰς τὸ μπροστοκούρβιν, κέντεσε καὶ τὸν μαῦρον σου καὶ νὰ περάσῃς πέρα». Πτερνιστηρέαν τὸν μαῦρον του κ᾿ ἐπέρασέ τον πέρα. Ν᾿ ἀφήσῃ καν τὰ ροῦχα του ὁ νέος νὰ στεγνώσουν, πτερνιστηρέαν τὸν μαῦρον του, εἰς τὸν Σαρακηνὸν ὑπάγει, καὶ σφόνδυλον τὸν ἔδωσε καὶ ἐξεσαγόνιασέ τον: «Εἰπέ, μωρὲ Σαρακηνέ, ποῦ ἔναι τὰ φουσσᾶτα;» Καὶ τότε ὁ Σαρακηνὸς τοῦ Ἀρμούρη συντυχαίνει: «Θεέ μου, σαλὰ ρωτήματα, τὰ ἔχουν οἱ ἀνδρειωμένοι, πρῶτα νὰ κροῦν τὲς σφονδυλεὲς καὶ τότε νὰ ρωτοῦσιν. Μὰ τὸν κὺρ ἥλιον τὸν γλυκύν, μὰ τὴν γλυκεῖαν του μάννα, ἐψὲς ἐξεδιαλέχθημεν κἂν ἑκατὸν χιλιάδες, ὅλοι καλοὶ καὶ ἐκλεκτοὶ πρασινοσκουταρᾶτοι, ἔναι καὶ ἄνδρες δυνατοὶ οὐδὲ χιλίους φοβοῦνται, οὐδὲ χιλίους, οὐδὲ μυρίους, οὐδὲ ὅσοι τοὺς ἀπαντήσουν». Πτερνιστηρέαν τὸν μαῦρον του, ἄνω εἰς βουνὶν ἀνέβη, φουσσᾶτον εἶδεν κ᾿ ἐγνώμιασεν ἀριφνισμὸν οὐκ ἔχει. Καὶ τότε πάλε τὸ παιδὶν ανογᾶται, λέγει: «Ἂν τοὺς πηδήσω ἀρμάτωτους, πάντα καυχᾶσθαι θέλουν, ὅτι τοὺς ηὗρα ἀρμάτωτους καὶ ἐπῆρα τους τὴ πρόβαν». Στριγγιὰν φωνὴν ἐλάλησεν, ὅσον καὶ ἂν ἐδύνετον: «Σαρακηνοί, ἀρματώνεσθε, σκυλιὰ μαγαρισμένα, λουρικωθῆτε γλήγορα, εἰς ἀπιστίαν μὴ τό ῾χετε ὅτι ἀπέρασεν ὁ Ἀρμούρης ὁ Ἀρμουρόπουλος, τοῦ Ἀρμούρη ὁ υἱός, ὁ ἀρεύστης, ὁ ἀνδρειωμένος» Μὰ τὸν κὺρ ἥλιον τὸν γλυκύν, μὰ τὴν γλυκείαν του μάννα, ὅσ᾿ ἄστρη εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ φύλλα εἰς τὰ δένδρη, οὕτως ἐκαταπέσασιν οἱ σέλλες εἰς τοὺς μαύρους. Ἔστρωσαν καὶ ἐχαλίνωσαν, πηδοῦν, καβαλλικεύουν. Καὶ τότε πάλιν τὸ παιδὶν καὶ αὐτὸ καλοταρίστη. Ὡραῖον σπαθίτζιν ἔσυρε ἀπὸ ἀργυρὸν φηκάριν, εἰς τὸν οὐρανὸν τὸ ἀπέταξεν, εἰς τὸ χέριν του τὸ δέχθη. Πτερνιστηρέαν τὸν μαῦρον του, ἐκεῖ κοντὰ ζυγώνει: «Ἀπὸ τὸ γένος διαβῶ, ἂν σᾶς ἀλησμονήσω». Καὶ συγκροτάει πόλεμου κοντά, ἀνδρειωμένα, τὲς ἄκρες, ἄκρες ἔκοπτε, ἡ μέση ἐδαπανᾶτον. Μὰ τὸν κὺρ ἥλιον τὸν γλυκύν, μὰ τὴν γλυκεῖαν του μάννα, ὅλη μέρα τοὺς ἔκοπτε τὴν ἀνωποταμία, καὶ ὅλη νύκτα τοὺς ἔκοπτε τὴν κατωποταμίαν. Ἔθεσε καὶ ἀποθέσεν τους, κανέναν δὲν ἀφῆκε. Ἀπέζεψε ὁ νεώτερος νὰ τὸν βαρήσῃ ὁ ἀέρας, καὶ ἕνα Σαρακηνὸ σκυλίν, σκυλὶν μαγαρισμένον, ἐγκρύμματα τὸν ἔβαλεν καὶ ἐπῆρε του τὸν μαῦρον, ἐγκρύμματα τὸν ἔβαλε καὶ ἐπῆρε τὸ ραβδίν του. Μὰ τὸν κὺρ ἥλιον γλυκύν, μὰ τὴν γλυκείαν του μάννα, σαράντα μίλια τὸν ἐδίωχνε πεζὸς μὲ τὰ γονάτια, καὶ ἄλλα σαράντα τέσσαρα πεζὸς μὲ τὸ λουρίκιμ, ἐκεῖ τὸν ἐκατέφθασε εἰς τῆς Συρίας τὴν πόρταν, καὶ ἐβγαίνει τὸ σπαθίτσι του καὶ παίρνει του τὸ χέριν: «Ἄμε καὶ σύ, Σαρακηνέ, νὰ πῇς κ᾿ ἐσὺ μαντᾶτο». Ὁ κύρης του ἔξω κάθητο εἰς τῆς φυλακῆς τὴν πόρταν, τὸν μαῦρον του ἀνεγνώρισεν καὶ τὸ ραβδὶν τοῦ υἱοῦ του, τὸν καβαλλάρην οὐδὲν θωρεῖ καὶ πὰ νὰ βγῇ ἡ ψυχή του. Βαρέα βαρέα ἀναστέναξεν καὶ ἐσείστη ὁ πύργος ὅλος. Καὶ τότε πάλιν ὁ ἀμιρᾶς τοὺς ἄρχοντες ἐλάλει: «Ἄμετ᾿ ἰδέτε, οἱ ἄρχοντες, τί ἔχει καὶ ἀναστενάζει; Ἂν ἔν τὸ γιόμα του κακόν, νὰ φάγῃ ἐκ τὸ δικό μου, εἴτ ἔναι τὸ οἰνάριν του, νὰ πίῃ ἐκ τὸ δικό μου, εἴτε βρωμᾷ ἡ φυλακή, νὰ τὴν μοσχοκαπνίσουν, εἴτ᾿ εἶναι βαρέα τὰ σίδερα, νὰ τὰ λαφροκοπήσουν». Καὶ τότε πάλε ὁ Ἀρμούρης τοὺς ἄρχοντας ἐλάλει: «Οὐδ᾿ ἔν τὸ γιόμα μου κακόν, νὰ φάγω ἐκ τὸ δικόν του, οὐδὲ τὸ οἰνάριν μου κακόν, νὰ πίω ἐκ τὸ δικόν του, οὐδ᾿ ἔν βαρέα τὰ σίδερα, νὰ τὰ λαφροκοπήσουν. Τὸν μαῦρον ἀνεγνώρισα καὶ τὸ ραβδὶν τοῦ υἱοῦ μου, τὸν καβαλλάρην οὐδὲν θωρῶ καὶ ὑπὰ νὰ ἐβγῇ ἡ ψυχή μου». Καὶ τότε πάλε ὁ ἀμιρᾶς τὸν Ἀρμούρην ἐλάλει: «Καρτέρεσε, Ἀρμούρη μου, καρτέρεσε ὀλίγον, νὰ δώσουν τὰ ὄργανα βαρέα, τὰ βούκινα μεγάλα, νὰ μαζωχθῇ ἡ Βαβυλωνιὰ καὶ ὅλη ἡ Καππαδοκία, καὶ ὅπου καὶ ἂν ἔνι ὁ υἱόκας σου πιστάγκωνα καὶ ἐξάγκωνα ὀμπρός σου νὰ τὸν φέρουν. Ἀνέμενε, ὁ Ἀρμούρης μου, ἀνέμενε ἄλλον ὀλίγον». Καὶ ἔδωσαν τὰ ὄργανα βαρέα, τὰ βούκινα μεγάλα, νὰ μαζωχθῇ ἡ Βαβυλωνία καὶ ἡ Καππαδοκία· τινὰς οὐκ ἠμαζώνετον, μόνον ὁ κουτζοχέρης. Καὶ τότε πάλιν ὁ ἀμιρᾶς τοῦ κουτζοχέρη ἐλάλει: «Εἰπές, μωρὲ Σαρακηνέ, ποῦ ἔναι τὰ φουσσᾶτα;» Καὶ τότε ὁ Σαρακηνὸς τὸν ἀμιρᾶν ἐλάλει: «Ἀνέμενε, ὁ αὐθέντης μου, ἀνέμενε ἄλλον ὀλίγον, νὰ φέρουν φῶς τὰ ὀμμάτια μου καὶ τῆς ψυχῆς μου ἀέρα, νὰ μαχθῇ τὸ αἷμα μου εἰς τὸ καλόν μου χέριν, καὶ τότε νὰ σ᾿ ἀφηγηθῶ τὸ ποῦ ἔναι τὰ φουσσᾶτα. Μὰ τὴν ἀλήθειαν, ἄρχοντες, ἄστοχα σᾶς τὸ λέγω. Ὀψὲς ἐξεδιαλέχθημεν κἂν ἑκατὸν χιλιάδες, ὅλοι καλοὶ καὶ ἐκλεκτοὶ πρασινοσκουταρᾶτοι, ἦσαν καὶ τέτοιοι ἀπὸ ἐκείνους, χιλίους οὐδὲν ἐφοβοῦνταν, οὐδὲ χιλίους, οὐδὲ μυρίους, οὐδὲ ὅσοι τοὺς ἀπαντοῦσαν. Μικρὸν παιδὶν ἐφάνηκεν ἀπάνω εἰς ἄγριον ὄρος, στριγγίαν φωνὶτζαν ἔσυρεν, ὅσην καὶ ἂν ἐδυνέτον: «Σαρακηνοί, ἀρματώνεσθε, σκυλία, λουρικωθῆτε, εἰς ἀπιστίαν μὴ τὸ ἔχετε ὅτι ἀπέρασεν ὁ Ἀρμούρης, ὁ Ἀρμουρόπουλος, τοῦ Ἀρμούρη ὁ υἱός, ὁ ἀρέστης, ὁ ἀνδρειωμένος». Μὰ τὸν κὺρ ἥλιον τὸν γλυκύν, μὰ τὴν γλυκεῖαν του μάνναν, ὅσα ἄστρα εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ φύλλα εἰς τὰ δένδρη, οὕτως ἐκαταπέσασιν οἱ σέλλες εἰς τοὺς μαύρους. Ἔστρωσαν κ᾿ ἐχαλίνωσαν, πηδοῦν, καβαλλικεύουν. Καὶ τότε πάλι τὸ παιδὶν καὶ αὐτὸ καλοταρίστη. Ὡραῖον σπαθίτζιν ἔσυρε ἀπ᾿ ἀργυρὸν φηκάριν, εἰς τὸν οὐρανὸν τ᾿ ἀπέταξεν, εἰς τὸ χέριν του τὸ ἐδέχθη. Πτερνιστηρέαν τὸν μαῦρον του ἐκεῖ κοντὰ ζυγώνει: «Ἀπὸ τὸ γένος του διαβῶ, ἂν σᾶς ἀλησμονήσω.» Τὲς ἄκρες ἄκρες ἔκοπτεν καὶ ἡ μέση ἐδαπανᾶτον. Μὰ τὸν κὺρ ἥλιον τὸν γλυκύν, μὰ τὴν γλυκεῖαν του μάνναν, ὅλη μέρα μᾶς ἔκοπτεν τὴν ἀνωποταμίαν, καὶ ὅλη νύκτα μᾶς ἔκοπτε τὴν κατωποταμίαν. Ἔθεσε καὶ ἀπόθεσεν μας, κανέναν οὐδὲν ἀφίνει. Καὶ ἐπέζευσεν ὁ νεώτερος διὰ νὰ τὸν δώσῃ ὁ ἀέρας, καὶ ἐγὼ ὡς καλὸς καὶ φρόνιμος ἐγκρύμματα τὸν βάνω, ἐγκρύμματα τὸν ἔβαλα καὶ ἐπῆρα του τὸν μαῦρον. Μὰ τὸν κὺρ ἥλιον τὸν γλυκύν, μὰ τὴν γλυκεῖαν του μάνναν, σαράντα μίλια μὲ ἐδίωχνεν πεζὸς μὲ τὰ γονάτια, καὶ ἄλλα σαράντα τέσσαρα πεζὸς μὲ τὸ λουρίκιν. Ἐδῶ κοντὰ μὲ ἔφθασεν εἰς τῆς Συρίας τὴν πόρταν, καὶ σύρνει τὸ σπαθίτσιν του καὶ παίρνει μου τὸ χέριν: «Ἄμε καὶ ἐσύ, Σαρακηνέ, νὰ εἰπῇς κ᾿ ἐσὺ μαντᾶτον». Καὶ τότε πάλιν ὁ ἀμιρᾶς τὸν Ἀρμούρην ἐλάλει: «Καλὰ εἶναι αὐτά, ὁ Ἀρμούρης μου, τὰ κάμνει ὁ υἱός σου;» Καὶ τότε πάλιν ὁ Ἀρμούρης μου ὡραῖον χαρτίτζιν γράφει, μὲ τὸ πουλὶν τὸ ἔστειλεν, τ᾿ ὡραῖον χιλιδονάκι: «Εἰπὲ τῆς σκύλας τὸν υἱόν, τῆς ἀνομίας τὸ τέκνον, ὅπου εὕρῃ Σαρακηνὸν νὰ τὸν ἐλεημονᾶται, μὴ λάχῃ εἰς τὰς χεῖρας τους καὶ ἐλεημοσύν᾿ οὐκ ἔχει». Καὶ τότε πάλιν τὸ παιδὶν ὡραῖον χαρτίτζιν γράφει, μὲ τὸ πουλὶν τὸ ἔστειλεν, τὸ ὡραῖον χιλιδονάκιν: «Εἰπέτε τὸν αὐθέντη μου καὶ τὸν γλυκύν μου κύρην, ἕως οὗ βλέπω τὰ ὁσπίτια μου διπλομανταλωμένα, ἕως οὗ βλέπω τὴν μάνναν μου τὰ μαῦρα φορεσμένην, καὶ ἐβλέπω καὶ τὰ ἀδέλφια μου τὰ μαῦρα φορεμένα, ὅπου καὶ ἂν εὕρω Σαρακηνὸν τὸ αἷμα του νὰ πίνω. Καὶ ἂν μὲ παραμανιώσουσιν, εἰς τὴν Συρίαν νὰ πέσω, τὰ στενορύμια τῆς Συρίας κεφάλια νὰ γεμίσω, τὰ ξηρορυάκια τῆς Συρίας αἷμα νὰ τὰ γεμίσω». Τὸ νὰ τὰ ἀκούσῃ ὁ ἀμιρᾶς, πολλὰ τὸν ἐφοβήθη. Καὶ τότε πάλε ὁ ἀμιρᾶς τοὺς ἄρχοντας ἐλάλει: «Ἀμέτε, ἀμέτε, οἱ ἄρχοντες, ἐβγάλετε τὸν Ἀρμούρην, καὶ ἀμέτε τον εἰς τὸ λουτρόν, διὰ νὰ λουστῇ ν᾿ ἀλλάξῃ, εἰς τὸ γιόμαν μου τὸν φέρετε, νὰ φάγῃ μετ᾿ ἐμένα». Ἐδιέβησαν οἱ ἄρχοντες καὶ ἐβγάνουν τὸν Ἀρμούρην, ἐβγάνουν τονἐκ τὰ σίδερα καὶ ἐκ τὰ βαρέα χερόψια, εἰς τὸ λουτρὸν ἐδιάβησαν κ᾿ ἐλούστη καὶ ἀλλάσσει, εἰς τὸν ἀμιρᾶν ἐδιάβησαν κ᾿ ἐγεύθη μετ᾿ ἐκεῖνον. Καὶ τότε πάλιν ὁ ἀμιρᾶς τὸν Ἀρμούρην ἐλάλει: «Ἄμε, ἄμε, ὁ Ἀρμούρης μου, ἄμε εἰς τὰ γονικά σου, καὶ παίδευε καὶ τὸ παιδίν, γαμπρὸν τὸν θέλω πάρει, οὐδὲ εἰς τὴν ἀνεψίαν μου, οὐδὲ εἰς τὴν ἐξαδέλφην, μόνον εἰς τὴν θυγατέρα μου, τὴν ἔχω φῶς καὶ μάτια. Καὶ παίδευέ το τὸ παιδίν ὅπου καὶ ἂν εὕρῃ Σαρακηνόν, νὰ τὸν ἐλεημονᾶται, καὶ ἂν λάχῃ κέρδος τίποτες, ἀντάμα νὰ τὸ μοιράζουν, καὶ νά ῾ναι ἀγαπημένοι». (el)
  • Canción de Armuris es un poema corto de la literatura épica bizantina de cerca del siglo IX, de autor desconocido. Fue escrito en una época de entusiasmo y optimismo para los habitantes de los confines orientales del Imperio Bizantino, como revela el primer verso: "Hoy otro es el cielo, hoy otro es el día"​ Argumento El pequeño Armuris -también llamado Arestis y Armurópulo- sale en busca de su padre con su maza y su corcel. Tras cruzar el Río Éufrates, ataca a un grupo de sarracenos, en quien logra una gran matanza. Sin embargo, un sarraceno le roba el corcel y la maza, pero Armuris le da alcance y, acto seguido, le corta la mano. El padre de Armuris ve con desconsuelo su corcel y el Emir de Siria, el cual lo tiene prisionero, envía soldados en su búsqueda. El sarraceno ladrón relata las proezas de Armuris y el padre le escribe a su hijo para pedirle piedad por los sarracenos. Armuris contesta que está dispuesto a caer con toda furia sobre Siria, a lo cual el Emir responde ofreciéndole a su hija en matrimonio. (es)
  • Lagu Armouris atau Armoures (bahasa Yunani: Ἄσμα τοῦ Ἀρμούρη) adalah sebuah ballad Bizantium heroik, dan mungkin salah satu tertua yang masih ada, bermula dari abad ke-11. Plotnya berdasarkan pada (abad ke 7-12) dan dideskripsikan dalam tentang upaya prajurit Bizantium muda untuk menyelamatkan ayahnya dari penangkapan. (in)
  • The Song of Armouris or Armoures (Greek: Ἄσμα τοῦ Ἀρμούρη) is a heroic Byzantine ballad, and probably one of the oldest surviving acritic songs, dating from the 11th century. Its plot is based on the Byzantine-Arab conflict (7th–12th centuries) and describes in political verse the efforts of a young Byzantine akrite warrior to rescue his father from captivity. (en)
  • A Canção de Armuris ou Armures (em grego: Ἄσμα τοῦ Ἀρμούρη) é uma heroica bizantina, e possivelmente um dos mais antigos cantos acríticos sobreviventes, datado do século XI. Seu enredo está baseado no conflito bizantino árabe (século VII-XII) e descreve em versos políticos os esforços de um jovem guerreiro ácrita bizantino para resgatar seu pai do cativeiro. (pt)
gold:hypernym
prov:wasDerivedFrom
page length (characters) of wiki page
foaf:isPrimaryTopicOf
is Link from a Wikipage to another Wikipage of
is foaf:primaryTopic of
Faceted Search & Find service v1.17_git139 as of Feb 29 2024


Alternative Linked Data Documents: ODE     Content Formats:   [cxml] [csv]     RDF   [text] [turtle] [ld+json] [rdf+json] [rdf+xml]     ODATA   [atom+xml] [odata+json]     Microdata   [microdata+json] [html]    About   
This material is Open Knowledge   W3C Semantic Web Technology [RDF Data] Valid XHTML + RDFa
OpenLink Virtuoso version 08.03.3330 as of Mar 19 2024, on Linux (x86_64-generic-linux-glibc212), Single-Server Edition (378 GB total memory, 67 GB memory in use)
Data on this page belongs to its respective rights holders.
Virtuoso Faceted Browser Copyright © 2009-2024 OpenLink Software